κυκώ

κυκώ
κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ.
β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.
γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.)
2. αναταράσσω («ἄνω και κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν», Αριστοφ.)
3. δημιουργώ σύγχυση, προκαλώ αταξία, αναστατώνω κάτι («τὴν βουλήν βίᾳ κυκήσω», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυκῶμαι
α) πέφτω σε σύγχυση, ταράζομαι, φοβάμαι («τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες», Ομ. Ιλ.)
β) (για νερά, κύματα, ποταμούς) αναταράζομαι, αναβράζω («κλύδων' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον», Σοφ.)
γ) (για διανοητική ή ψυχική αναταραχή) βρίσκομαι σε ταραχή, σε μεγάλη φροντίδα («θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε», Αρχίλ.)
δ) πιέζομαι, στενοχωρούμαι («ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επιτατικός σχηματισμός σε -άω. Οι συνδέσεις που έχουν κατά καιρούς προταθεί δεν είναι πειστικές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυκῶ — κυκάω stir pres imperat mp 2nd sg κυκάω stir pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κυκάω stir pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κυκάω stir pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κυκάω stir pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακύκητος — ἀκύκητος, ον (Α) [κυκῶ] ο αδιατάρακτος …   Dictionary of Greek

  • ανακυκώ — ( άω) (Α ἀνακυκῶ) [κυκῶ] ανακινώ, ανακατεύω, αναταράσσω …   Dictionary of Greek

  • διακυκώ — διακυκῶ ( άω) (Α) [κυκώ] αναταράσσω …   Dictionary of Greek

  • κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • κυκήθρα — κυκήθρα, ἡ (Α) [κυκώ] (κατά τον Ησύχ.) «ταραχή» …   Dictionary of Greek

  • κυκανώ — κυκανῶ, άω (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κυκώ …   Dictionary of Greek

  • κυκεία — κυκεία, ἡ (Α) [κυκώ] (κατά τον Ησύχ.) ταραχή …   Dictionary of Greek

  • κυκεώνας — ο (AM κυκεών, ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, ᾱνος) σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῑς ἀκοαῑς ἡμῶν άναμεῑξαι», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού,… …   Dictionary of Greek

  • κυκηθμός — κυκηθμός, ὁ (Α) σύγχυση, ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «ανακατεύω, αναμιγνύω» + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, μυκ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”